- ἑλικηδόν
- ἑλικηδόνspirallyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελικηδόν — (Α ἑλικηδόν) επίρρ. 1. ελικοειδώς, σπειροειδώς 2. φρ. «ελικηδόν γραφή» είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο) … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek